- ἀκμοθέτης
- ἀκμοθέτης, ον, ὁ, ([etym.] τίθημι)A anvil-block, Poll.10.147.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακμοθέτης — ο το ακμόθετον … Dictionary of Greek
άκμων — I Ένα από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στην κοιλότητα του μεσαίου αφτιού και σχηματίζουν αλυσίδα, η οποία συνδέει το εσωτερικό τοίχωμα του έξω αφτιού με το εξωτερικό τοίχωμα του λαβύρινθου. Ο ά. βρίσκεται ανάμεσα στα άλλα δύο, τα οποία είναι η… … Dictionary of Greek
ακμόθετον — ἀκμόθετον, το και ἀκμοθέτης, ο (Α) η ξύλινη βάση όπου τοποθετείται το αμόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκμων + θετὸς < τίθημι] … Dictionary of Greek